Wednesday, March 7, 2012

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, Η ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ και Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥΣ_ Μέρος Α΄....

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας (solon.org.gr)*
-
Θεωρητικά οι θρησκείες «νίκησαν» το θάνατο. Καμμιά τους όμως δεν νίκησε το φόβο του θανάτου. Δεν αναφερόμαστε βέβαια σε αρκετά από τα φυσικά πρόσωπα του θρησκευτικού βίου.
     Οι επιστήμες θεωρητικά νίκησαν τη ζωή και το μυστήριο με την αναγωγή της σ’ ένα υλιστικό απόλυτο και υποσχέθηκαν έτσι να διευρύνουν τα όριά της, με ένα νεύμα πιθανότητας και έως την αθανασία. Όμως δεν νίκησαν το φόβο του θανάτου.
       Ο άνθρωπος εξακολουθεί να αισθάνεται ως «εγώ» και ως υποκείμενο αναφοράς. Και με έδρα το αυτοκρατορικό του φάντασμα νομιμοποιεί μια αυτοκρατορία «φαντασιακά δεσμευμένη» με τα είδωλά του. Έτσι ο φόβος του θανάτου παραμένει κυρίαρχος.
---
  •  Ο άνθρωπος, σαν τραγικός υβριστής και ήρωας, δεν θέλει να καταγράψει τα όρια της μορφής του και συμπεριφέρεται περίπου ως αθάνατος στη μορφή, χωρίς ωστόσο να πάψει λεπτό στο βάθος του να φοβάται το θάνατο. Κάτω απ’ αυτή την εμμεσοποιημένη διάρκεια και κυριαρχία του φόβου του θανάτου παράγει ακατάσχετα είδωλα ψευδεπίγραφης διάρκειας. Εμμεσοποιεί τον εαυτό του και διαχέει τη συνείδηση σε παραστάσεις και ρόλους που την καθιστούν βιωματικά ελλειμματική και ανόητη.

       Ωστόσο ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα εξοπλίζουν το φαντασιακό τους με μια «ανεξαρτησία» ως ψευδεπίγραφη πραγματικότητα, για να θυμηθούμε τον Εδμόνδο στο έργο Βασιλιάς Ληρ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ:
                                             «Ω φύση, εσύ είσαι θεά μου. 

                                                 Και στον νόμο σου                                                 
                                              είναι ταμένα τα έργα μου. 
                                                    Γιατί ν’ ανέχομαι                                                     
                                            της μόδας την τυραννία και ν΄αφήσω                                             
                                        να με ληστεύει η περιέργεια του κόσμου;»[1]
       Αυτό όμως δεν πρόκειται να μας γλιτώσει από τις βαθύτερες αιτίες και τα πραγματικά γεγονότα. Το οικονομικό και το πολιτικό, η φαντασιακή «συναινετική» οχύρωση το κατέστησε κυρίαρχο και ιστορικά αυτόνομο. Όμως το πολιτικό και το οικονομικό είναι το καθοριστικό επειδή το ψυχολογικό και το βιοοικολογικό ή φυσικό είναι καθοριστικό. Έτσι το βάθος της καθοριστικότητας θα αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ χωρίς να γίνονται εκπτώσεις για τις αναγκαιότητες των αλλαγών και της διακυβέρνησης σε κάθε άλλο επίπεδο καθοριστικότητας. Η Ιστορία είναι τελικά ένα ανθρωπολογικό εξελικτικό φαινόμενο και η θέασή της σε μονοτομεακά ή σε ρηχά τεκτονικά βάθη είναι βαθιά τυφλή και αντανακλαστικά περιοριστική. Έτσι διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος της ιστορίας. Η διαλεκτική της καθοριστικότητας θα γίνει πιο πρόδηλη αν για παράδειγμα μελετήσουμε την «ιδιοκτησία» ως φαντασιακά ρυθμιστικό θεσμό στην πηγή της και την εξέλιξή της.


  • Το «φάντασμα» της ιδιοκτησίας στη φυσική επιστήμη και τη θρησκεία
       Η ιδιοκτησία στη φυσική επιστήμη δεν υφίσταται παρά μόνο ως τοπικότητα ύλης ή ως πτύχωση του καμπυλωμένου χωροχρόνου ή ως διαστατική χορδική δυναμική. Όπως και να’ χει η ύλη δεν τελεί ως ιδιοκτησία λειτουργικού περιεχομένου εκτός από τη σφαίρα μιας θεϊκής της αναφορικότητας πλήρως αδιερεύνητης για μας, εννοιακά και πειραματικά μη αντιληπτής για την ώρα. Αυτός ο οντολογικός χαρακτήρας της ύλης, ο μη ιδιοκτησιακός χαρακτήρας της, σιγά-σιγά γίνεται αντιληπτός στην επιστημονική κατανόησή της. Παλαιότερα μόνο συμβολικές μορφές στις θρησκείες και τις μυθολογίες, ή ανιμιστικές και σαμανιστικές συμβάσεις διατηρούσαν αυτή την προσέγγιση.
          Ανθρωπολογικές και λαογραφικές επιβιώσεις που φτάνουν ως τη βιολογική υπόσταση -είτε αποπροσωποιητικά μερικά, είτε περσοναλιστικά- όπως με τον Βουσμανικό εξευμενισμό της ψυχής του θηράματος στη δεύτερη περίπτωση και την Αρκτική προσφορά της συζύγου στην πρώτη, αναδεικνύουν έμμεσα οι αναγκαιότητες υπέρβασης της ιδιοκτησίας επί του ζώντος.

        Η αναγνώριση του Φραγκίσκου της Ασσίζης για τον «αδελφόν» σώμα με τη συμβολική μορφή του ως «γαϊδάρου» μεταφέρει μια ανάλογη θέαση του οικείου ή φέροντος σώματος όπως αποδίδεται στο υπέροχο έργου του Νίκου Καζαντζάκη «ο Φτωχούλης του Θεού». Αντίστοιχα οι δυϊστικές ή και οντολογικά μονιστικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές θεωρήσεις μιλούν για τη βεβαρυμμένη διαφορετικότητα της ύλης και την εξελικτική αναλωσιμότητα της σχέσης πνεύματος – ψυχής - νου και σώματος και επιθυμίας και αναδεικνύουν υπό την αποσυνδετική, απαθή και αποσπασμένη προοπτική τη σχέση Εαυτού και μη Εαυτού ή Φορέα, όπου ο Φορέας αποδίδεται τελικά αλχημιστικά στο «Πνεύμα της Γης», ή στη «δεξαμενή της ζωής».
      Βέβαια σε αντίθεση με την επιστήμη -που θεωρεί την ύλη, νανομηχανιστικά και κοσμολογικά, ως άβια- όλες αυτές οι θεωρήσεις υπονοούν μια Μυστηριακή και Μυητική Προοπτική υπό τους όρους όπως «Ζώντες Λίθοι», «Φιλοσοφική Λίθος» κλπ.
      Όμως, η σύγχρονη επιστήμη η οποία μπορεί ως διαθλαστικό συνειδησιακά κοσμοείδωλο να είναι τόσο παροδική όσο η επιστήμη του Νεύτωνα, εμφανίζει ένα άτεγκτο υπαρξιακό μηδενισμό για το χρονικό και ταυτοτικό ορίζοντα του ανθρώπου. Ωστόσο αυτόν το μηδενισμό ούτε οι επιστήμονες τον αποδέχονται ψυχολογικά γιατί θα οδηγούσε σε μια τελική θερμοδυναμική διάλυση τον όποιο βίο τους, ακόμη και τον επιστημονικό. Δουλεύουν ψυχολογικά με μια ελάχιστη ή έστω αμφίβολη βεβαιότητα αθανασίας και έμψυχου όντος και συνειδητότητας.
     Μεθοδολογικές κριτικές στην επιστημονική αναλυτική και αναγωγική θέαση, έγιναν πολλές. Αρκετές από αυτές έγιναν και από τα μέλη της ίδιας της επιστημονικής κοινότητας. Δεν θα σταθούμε όμως σ’ αυτές τις αντιδικίες. Θα συγκρατήσουμε όμως την κοινή προσέγγιση για τη «μηδενική οντολογικά υπόσταση της ιδιοκτησίας» και για το πως «η ιδιοκτησία είναι ένα εξαρτησιογόνο και παρασιτικό φάντασμα» στην αντίληψη του Εαυτού που έχει αλγοριθμικά τεράστιες ανθρωπολογικές και πολιτισμικές επιπτώσεις.


  • Η γέννηση της αίσθησης ιδιοκτησίας
      Τί όμως γέννησε και δίνει τόση μανία στην τάση για ιδιοκτησία; Πρωταρχικά αναπτύσσεται η αίσθηση ιδιοκτησίας πάνω στη συνείδηση και κατά συνέπεια στην αίσθηση υποκειμένου ή εαυτού. Αυτή η ιδιοκτησία τιτλοφορείται ως «εγώ». Η μη ιδιοκτησία πάνω στη συνείδηση και την αίσθηση ταυτότητας δεν είναι εύκολα μια δυνατή αντίληψη παρά μόνο αν είναι ασκημένη εξαιρετικά οντολογικά και ψυχολογικά η συνείδηση.
    Μια τέτοια αντίληψη θα μπορούσε να καλλιεργηθεί μόνο μέσα από τη βαθειά επίγνωση και τη συμβολική μεταφορά του «παραδόξου του ηθοποιού». Ο ηθοποιός πραγματοποιεί επιτυχώς, έστω και μερικά μια ταύτιση με ένα εαυτό και ένα ρόλο, που δεν είναι ο ίδιος. Ιδιοποιείται άλλο πρόσωπο, γίνεται θεατρικός κτήτορας ενός άλλου εαυτού και ρόλου.
     Με αυτό το παράδειγμα μπορούμε να διαισθανθούμε τη θεμελιώδη αποσύνδεση της συνείδησης και του εαυτού από τη θεατρική κτητικότητα που αναπτύσσεται «μέσα μας». Η διάλυση αυτής της θεατρικής πλάνης είναι η αρχή του Λόγου υπό τον όρο της συνεχούς διάρκειας, της διαχρονικότητας και της υπέρβασης της αίσθησης του Χρόνου σ’ αυτή τη βιωματική.
    Φτάσαμε έτσι ξανά σε ένα ιδιάζοντα παράγοντα θεατρικής εκτροπής και κτητικοποίησης της συνείδησης και του εαυτού.
     Ο παράγοντας αυτός είναι ο χρόνος που αποτυπώνεται από, και με τον λειτουργικό πολυμερισμό του βίου όπως και με την αίσθηση μετάθεσης της αντίληψης του όντος και του εαυτού σε γεγονότα και παραστάσεις.
      Η εκτροπή της αντίληψης σε παραστάσεις και γεγονότα είναι σχετικά μηδενική οντολογικά καθώς το μορφικό επιστητό αποδεικνύεται μια παροδικότητα, μια αναπτυσσόμενη θνητότητα με ελάχιστη ουσιαστική επίπτωση. Η κατάρρευση της αυταπάτης της ταύτισης με τα γεγονότα ή τις παραστάσεις εμποδίζεται μόνο υπό την έννοια και τη διαισθητική προσομοίωση της ουσίας ως στοιχειοθετημένης οργανικότητας των μορφών και των σχέσεων. Αυτή η διαισθητική προσομοίωση της έννοιας της ουσίας ως αναλλοίωτης - σε αντιστοιχία με την αισθητή μορφή - δημιουργεί την ψευδαίσθηση για μια φαντασιακή δυναμική ταύτιση του «εγώ» ή ιδιοποίησης της μορφής, έτσι ωστε να εξυπηρετείται η αυταπάτη μιας έμμεσης αθανασίας. Όταν κανείς ιδιοποιείται τη μορφή, και μέσω αυτής την ουσία -η οποία είναι αθάνατη φαντασιακά ως αυτή να είναι αναλλοίωτη και άβια- έμμεσα αποκτά τις ιδιότητές της, γίνεται αθάνατος φαντασιακά σ΄ ένα της πεδίο, νοητικής και βιωματικής υπανάπτυξης.
       Έτσι η ιδιοκτησία είναι συνυφασμένη με μια θεμελιώδη πλάνη, για την ουσία, το Χρόνο, τη ζωή και το θάνατο. Σ’ αυτή την πλάνη συνεργεί και η εμπειριστική ματεριαλιστική αντίληψη, όπως και η απλοϊκή εκδοχή της μεταφυσικής. Θεωρώντας το Φόβο του Θανάτου συνυφασμένο με το ένστικτο αυτοσυντήρησης μπορούμε να συμπεράνουμε πως η ανάπτυξη των αρχέγονων εργασιακών και εργαλειακών δεξιοτήτων προήλθαν μέσα από την αντισταθμιστική επίκληση και νοητική εφέλκυση του ανθρώπου μέσα στην φυσική επιβίωση και εξέλιξη.
      Έτσι ανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες μεταφοράς της βιοκοινωνικής οικογενειακής, αγελαίας και θηρευτικής εξουσίας της ψυχολογικής και βιοοικολογικής οικονομίας κλίμακας με τη μορφή της εργασιακής και εμπορευματικής ιδιοποίησης. Αυτή αρχίζει από το ποίμνιο της νομαδικής κοινωνίας και τα προϊόντα του, φτάνει στη γη και τα προϊόντα της και περνάει από τα ζώα συνεργάτες και φύλακες, στα ζώα τροφής και εργασίας με την κλιμακούμενη δουλεία του ανθρώπου, άμεση ή έμμεση όταν δημιουργήθηκαν συνθήκες που απαιτούσαν διάφορους βαθμούς ιδιοποίησης και εμπορευματοποίησης σχετικά νοήμονος εργατικής δύναμης και δύναμης χειρισμού εργαλείων.
      Έτσι πίσω απ’ όλο το ανθρωπολογικό, πολιτισμικό και ιστορικό οδοιπορικό του οικονομικού «πολιτισμού» και της αλλοτρίωσης στάθηκε αρχικά σχεδόν αναπόφευκτος ο φόβος του θανάτου.
     Ο εγκέφαλός «μας» έχει συνηθίσει να θεωρεί υπαρκτό και πραγματικό, πρωταρχικά και κυρίαρχα, μόνο ότι είναι απτό και ορατό. Η συνήθεια αυτή έχει συνυφανθεί με την έννοια της ουσίας. Η έννοια της ουσίας ακόμη πιο ειδικά συνδέεται με την απτότητα της σωματικότητας που είναι μια αδρή και σχετικά αδιαφοροποίητη ή μονότονη αίσθηση στο εμπειρικό αποτέλεσμα της. Όλη όμως αυτή η βεβαιότητα αντικειμενικότητας της καταστράφηκε ως μοντέλο αξιόπιστο στον 20ο αιώνα.
      Ωστόσο η αισθητήρια και εννοιακή προκατάληψη του εγκεφάλου παραμένει με την αισθητηριακή προτίμηση να μεταφέρεται στη «νοητική» αυθεντία και αποκλειστικότητα ή γοητεία, που ασκεί η έννοια της ουσίας και της αντικειμενικότητας στην αδρή και απλοϊκή της εκδοχή, η οποία αγνοεί για παράδειγμα την πιο υπερβατική βιωματική αυτοαναφορικότητα της συνείδησης, όπως αυτή ανοίγεται σταδιακά στη φαινομενολογία του Χούρσελ. Η έννοια της ουσίας συνήθως, σε συνάρτηση με τις έννοιες της στιγμής και του κενού, λειτουργεί ως αναγωγική ή αναλυτική απλοϊκότητα που αποκλείει την αντίληψη της ύπαρξης του μη απτού και ορατού. Ο εγκέφαλός μας είναι εθισμένος στη μορφική αισθητότητα και τη νοητική δέσμευση της αντίληψης της ύπαρξης σε αυτή μέσω της έννοιας της ουσίας.
      Ακόμη και για τις μη αισθητές πραγματικότητες της επιστήμης λειτουργεί μια προσομοιωτή πρόσβαση μέσω περιπλοκότητας, απτότητας και ορατότητας. Δεν είναι ακόμη δυνατή άλλη όψη νόησης, η οποία να είναι ισόμορφη και ερμηνευτικά παράλληλη με την «αντικειμενική» κοσμοθεώρηση. Σημειώνουμε βέβαια ότι το φαντασιακό δεν αποτελεί πραγματική λύση. Δηλώνει χωρίς συστημική αξιοπιστία την ενόχληση της συνείδησης από την ολοκληρωτική έλλειψη αυτοαναφορικότητας και την δέσμευσή της στις αισθήσεις και τα προβλεπόμενα εποικοδομήματα γνώσης, αντίληψης και ταυτοποίησης. Το παράξενο όμως είναι ότι αυτή η νοητική και συνήθως υποσυνείδητη αυθεντία της έννοιας της ουσίας «άνευ αρχής» ή αναφορικότητας, λειτουργεί και χρησιμοποιείται ως σχιζοειδής αφετηρία για την υλοποίηση των έμμονων φαντασμάτων με όρους αυθεντίας στο βίο «μας» και στην ιστορία.
    Έτσι δομήθηκε και εκφράσθηκε από την ανθρωπότητα ένας «Πλανητικός Ένοικος» ως νεοπλασματική βαρβαρότητα και ως άλλη όψη του πολιτισμού και της εξέλιξης της «Νοόσφαιρας». Έτσι και η ιδιοκτησία, ενώ μοιάζει να είναι η ελευθερία μας δεν είναι παρά η μορφοποίηση της δεσμωτηριακής χωριστικότητάς μας.
     Αυτή η παράξενη διαλεκτική δυναμική συνδέεται πια με μια τερατώδη πολιτισμική και ψυχολογική μηχανική μορφή του βίου και της ιστορίας, η οποία απαιτεί για την εξισορρόπησή της και την αντιστάθμισή της μια εξίσου γιγαντιαία υπερβατική εξελικτικά συνειδητότητα και αυτοσυνειδησία, ομαδικής δυναμικής, (χωρίς ναρκισσιστικές «απλοϊκότητες» εννοιακές, υπαρξιακές και πνευματικές περί υπερβατικότητας και συνειδητότητας). Διαφορετικά το παρελθόν μας, ως αιτιατό, θα λειτουργεί ως αβυσσαλέα «μελανή οπή» που θα μας «καταπιεί» ως Τιτανικός Καννίβαλος και Βαμπίρ.
      Είμαστε τα θύματα μιας δυαδικής χωριστικότητας βασισμένης στη δυαδικότητα των παραστάσεων ουσίας και κενού και εποικοδομημένη με την εικόνα του «εγώ» στη χωροχρονική ανταγωνιστική ανασφάλεια επιβίωσης.
     Οι έννοιες της ουσίας και του κενού όπως έχουν απλοϊκά διαμορφωθεί δεν επιτρέπουν ύπαρξη στην έννοια της ελευθερίας και της διάρκειας του «εαυτού». Δεν επιτρέπει την γνωσιολογικά έγκυρη ταύτιση του «εαυτού» με το Είναι. Το γίγνεσθαι φαίνεται σαν γιγάντωση του φαντάσματος του «εγώ» πολιορκημένη απόλυτα από μια τελικά μηδενιστική και εξοντωτική μεταβλητότητα για το ψυχολογικό πεδίο. Το «είναι» φαίνεται ως αναλλοίωτο άβιο και ασυνείδητο υπόβαθρο του γίγνεσθαι.
      Η οντολογική ή πνευματική ανασφάλεια όχι μόνο ακυρώνει την υπαρξιακή αναφορά της ελευθερίας, αλλά οδηγεί σε μια «Χωροκατακτητική» χωριστική ιδιοποίηση του πεδίου ως πεδίου λήθης ή φυγής από τον Θεμελιώδη Φόβο και την άμεση συνειδητοποίηση του.
      Έτσι βέβαια αποτυγχάνει και η διάλυση του φόβου που γίνεται πάντα διαμέσου έμψυχης γνώσης. Δεν αποκλείεται παρ’ όλη την «τραγικότητα» του συνειδησιακού μας θεάτρου να αποτελέσουν όλα μέρος ενός εξαίσιου, ενός θαυμάσιου οντολογικού εγχειρήματος στον πλανητικό μας ορίζοντα μεταξύ Ψυχολογικού και Φυσικού πεδίου,  τρόπου και όντος.
       Ωστόσο παρά αυτή την αντανακλαστική εξελικτικά μοιραία χρήση της έννοιας της ουσίας, όχι μόνο υπάρχουν παραδοξότητες στην αντίληψη αυτής της έννοιας και των σχέσεών της, αλλά και η ίδια η έννοια όπως υπαινιχθήκαμε απ’ την αρχή αποκλείει σε κάθε επίπεδο την ουσιαστικότητα της ιδιοκτησίας σ’ όλες τις κλίμακες. Δυστυχώς όμως αυτή η χρήση της έννοιας αποκλείει και την εξελικτικότητα στην υπόσταση.
       Οι δύο θεμελιώδεις τάσεις της συνείδησης μέσα μας, η πρώτη ως αυτοαναφορικότητα υπαρξιακή του υποκειμένου και η δεύτερη ως γνωσιολογική οντολογική επιβεβαίωση της αντίληψης πολύ δύσκολα ενοποιούνται και συντίθενται, πέρα από το γεγονός ότι και οι δύο μπορούν και πάσχουν από ένα ευρύ φάσμα πλάνης. Και οι δύο λειτουργούν και υπάγουν και τα αποτελέσματά τους σε ένα θεμελιώδη ναρκισσισμό, όπως και σε εσωτερικές και εξωτερικές ατέλειες του οργάνου αντίληψης. Χαρακτηριστική και εξαιρετικά ύποπτη είναι η αισθητηριακή και εμπειρική αντίληψη ύπαρξης μόνο στις άμεσα αισθητές μορφές. Ο εθισμός της αισθητηριακής και εγκεφαλικής προσομοίωσης με την ορατότητα και την απτότητα της ύπαρξης αποτελεί τη βάση της πλάνης. Αυτό είναι ήδη μερικώς κατανοητό ακόμη και από το σύγχρονο, φυσικό, θεωρητικό και πειραματικό πεδίο.


  • Απελευθέρωση από τον εθισμό στην αίσθηση της ιδιοκτησίας της συνείδησης 
     Υπάρχουν αρκετά εγχειρήματα προσομοιωτικής υπέρβασης αυτής της δέσμευσης του εγκεφάλου. Όμως ταυτόχρονα πολλές από αυτές τις προσομοιώσεις υπέρβασης αυτού του εθιστικού και αντανακλαστικού πεδίου αντίληψης είναι επίσης απλοϊκές και με ελάχιστο χρόνο διαδρομής ψυχολογικά, επιστημονικά, βιωματικά και πολιτισμικά. Έτσι δεν προσφέρουν πειστικότητα για εναλλακτικές αναδύσεις της συνείδησης στην προσομοίωση του υπαρκτού. Η απλοϊκότητα των εγχειρημάτων της αντίληψης - συνείδησης αποτελεί μια μετάθεση και συχνά μια μελλοντική όξυνση προβλημάτων. Η παραίτηση ωστόσο από την «αυτονόητη» ιδιοκτησία στη συνείδηση και την ταυτότητα είναι βαθιά απελευθερωτική και αναγεννητική. Σημαίνει την αντίστροφη μέτρηση για τη Λερναία Ύδρα της Χωριστικότητας του Ανταγωνισμού και της Ιδιοποίησης. Ένας τέτοιος δρόμος σχετικά θα ‘ναι πάντα στην αρχή του και πολλά εξελικτικά υποσχόμενος.
      Το αίσθημα και η εξουσία ή η δύναμη της αίσθησης του πόνου όπως και του φόβου του θανάτου μπορούν να καταλυθούν στον βαθμό που η συνειδητή προσπάθεια επιδρά και αναδιατάσσει επί μακρόν τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου ενώ επενεργεί ενεργητικά νεύρο-ορμονικά και με βιοχημικό βάθος στην οργανική ολότητα.
      Αν υπερβούμε αυτό το μακραίωνο γενεσιουργό πεδίο προβληματικής και ατελούς ατομικοποίησης - νοητικοποίησης με ομαδοποίηση και υπερβατικοποίηση της συνείδησης, τότε θα απελευθερωθούμε πραγματικά εξελικτικά στο ανθρωπολογικό μας πεδίο. Μια τέτοια διεργασία περιγράφει και ο Ωρομπίντο προτείνοντας μεταξύ άλλων μια στάση όπου «τίποτα στο νου ή στα ζωτικά υλικά μέρη να μην ανέχεται την παραποίηση ή ιδιοποίηση του μεγαλείου των δυνάμεων που λειτουργούν μέσα από σένα»[2], και όπως εν γένει προσεγγίζει τα ζητήματα στο έργο και στο «Αίνιγμα αυτού του Κόσμου».
      Αντίστοιχες περιγραφές  διαδικασιών απελευθέρωσης  υπήρξαν παλαιότερα με άλλους όρους όπως αυτούς του Πλάτωνα αλλά και πολλών άλλων. Στην παραβολή του σπηλαίου στην Πολιτεία του Πλάτωνα  ανακύπτει το ερώτημα:
       «νομίζεις πως αυτοί (οι άνθρωποι στο σπήλαιο) έχουν δει κάτι άλλο από τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους που είναι μαζί, εκτός από τις σκιές που δημιουργεί η φωτιά, και που αντανακλούν ακριβώς απέναντί τους στον τοίχο της σπηλιάς; Σκέψου όμως, είπα εγώ, ποια θα μπορούσε να είναι η λύτρωσή τους και η θεραπεία τους και από τα δεσμά κι από την αφροσύνη, αν τους συνέβαιναν τα εξής: Αν κάθε φορά, δηλαδή, που θα λυνόταν κάποιος και θ' αναγκαζόταν ξαφνικά να σταθεί και να βαδίσει και να γυρίσει τον αυχένα του και να δει προς το φως, κι όλ' αυτά θα τα έκανε με μεγάλους πόνους και μέσα από τα λαμπυρίσματα δεν θα μπορούσε να διακρίνει εκείνα, που μέχρι τότε έβλεπε τις σκιές τους, τι νομίζεις πως θ' απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε πως τότε έβλεπε φλυαρίες, ενώ τώρα είναι κάπως πιο κοντά στο ον και πως έχει στραφεί προς όντα που πραγματικά και βλέπει με σωστότερο τρόπο, και αν του έδειχνε το καθένα από αυτά που περνούσαν, ρωτώντας τον τι είναι και αναγκάζοντάς τον ν' αποκριθεί, δεν νομίζεις πως αυτός θ' απορούσε και θα νόμιζε πως αυτά που έβλεπε τότε ήταν πιο αληθινά από τα τωρινά που του δείχνουν;»[3]

        Στην πραγματικότητα αυτή η μετάβαση αποτελεί μια οδυνηρή πορεία με την αληθινή έκφραση της ονομασθείσας  «Σκοτεινής Νύχτας της Ψυχής» που επάγει «πόνο στην αντίληψη»
Αναφορές:[1] Σαίξπηρ Ουίλιαμ, Βασιλιάς Λήρ, 2009, εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ, σελ 31
[2] Σρι Ωρομπίντο, Η μητέρα, 2006, Πύρινος Κόσμος, σελ 25
[3] Πλάτων, Πολιτεία, βιβλίο έβδομο
Γιάννης Ζήσης, συγγραφέαςΜέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων
solon.org.gr
7/3/12

No comments:

Post a Comment

Only News

Featured Post

US Democratic congresswoman : There is no difference between 'moderate' rebels and al-Qaeda or the ISIS

United States Congresswoman and Democratic Party member Tulsi Gabbard on Wednesday revealed that she held a meeting with Syrian Presiden...

Blog Widget by LinkWithin