Μήλας Κώστας
Διαβάζουμε (και ακούμε) βαθυστόχαστες δηλώσεις πολιτικών, οικονομολόγων και δημοσιογράφων σύμφωνα με της οποίες η πολιτική λιτότητας η οποία μας «επιβλήθηκε» από την Τρόικα ευθύνεται για την οξεία ύφεση της οικονομίας της τάξης του 3,5% το 2010, 6,9% το 2011 και περίπου 6,6% το 2012. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της πολιτικής της Τρόικα διατείνονται ότι οι αλλεπάλληλες παλινωδίες διαδοχικών κυβερνήσεων ως προς την εφαρμογή του προγράμματος της Τρόικα είναι υπεύθυνες για το μεγάλο βάθος της ύφεσης. Τελικά ποιός και κατά πόσον ευθύνεται;
Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα χρησιμοποιούμε ένα ποσοτικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας το οποίο αξιολογεί την πολιτική λιτότητας την οποία μετράμε από τις μεταβολές του ταμειακού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης. Η ευελιξία του οικονομετρικού μας μοντέλου έγκειται στο ότι είναι μη γραμμικό κάτι το οποίο μας επιτρέπει την αξιολόγηση τόσο μεγάλων όσο και μικρών μειώσεων στο ταμειακό έλλειμμα αφού όμως λάβουμε υπόψιν μια σειρά άλλων οικονομικών παραγόντων που επίσης επηρεάζουν τις μεταβολές του ΑΕΠ. Στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγουμε (α) τη διεθνή ζήτηση (την οποία προσεγγίζουμε με τον ρυθμό ανάπτυξης στο σύνολο του ΟΟΣΑ), (β) τη διαφορά (spread) στην απόδοση (yield) μεταξύ του δεκαετούς Ελληνικού ομολόγου και του αντίστοιχου Γερμανικού, και (γ) το δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (από τη βάση δεδομένων της World Bank). Ως δείκτης επενδυτικής αβεβαιότητας, το υψηλό spread της τελευταίας τριετίας επιδρά αρνητικά στη ρευστότητα και συνεπώς στην οικονομική ανάπτυξη. Ο δείκτης κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (ο οποίος μετρά το επίπεδο γραφειοκρατίας, το βαθμό ικανοποίησης σε σχέση με τη λειτουργία των μέσων μαζικής μεταφοράς και την ικανότητα των κρατικών λειτουργών να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις) αφενός καταγράφει υποδιπλάσια κυβερνητική αποτελεσματικότητα σε σχέση με τις (επίσης μαστιζόμενες από την ύφεση) Ισπανία και Πορτογαλία, αφετέρου δε, υποδηλώνει κυβερνητικής αποτελεσματικότητα εφάμιλλη της Αργεντινής όταν εκείνη χρεοκόπησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Το μοντέλο μας προσομειώνει την επίδραση ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος σεναρίου σύμφωνα με το οποίο, η πολιτική λιτότητας της τριετίας 2010-2012 ήταν 50% ηπιότερη (ανά έτος) σε σχέση με την εφαρμοσθείσα. Καταλήγουμε στα ακόλουθα ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
1. Η κατά 50% ηπιότερη, ανά έτος, πολιτική λιτότητας την τριετία 2010-2012 θα οδηγούσε σε σαφώς μικρότερη ύφεση 2,1% (αντί της καταγραφείσας 3,5%) το 2010, 5,5% (αντί της καταγραφείσας 6,9%) το 2011, και 5,2% (αντί της καταγραφείσας 6,6%) το 2012.
2. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, ακόμα και σήμερα, το κύριο μερίδιο ευθύνης της οξείας οικονομικής ύφεσης βαραίνει την κυβερνητική αναποτελεσματικότητα αλλά και το spread μεταξύ των Ελληνικών και Γερμανικών ομολόγων. Κατά συνέπεια, προέχει η μείωση της κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας (με έμφαση στον τομέα της πάταξης της φοροδιαφυγής) η οποία, σε συνδυασμό με την επικράτηση πολιτικής σταθερότητας θα οδηγήσει σε αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, ταχεία αποκλιμάκωση του spread και επιστροφή στην ανάπτυξη το συντομότερο δυνατό.
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool
.tovima.gr
5/2/13
Διαβάζουμε (και ακούμε) βαθυστόχαστες δηλώσεις πολιτικών, οικονομολόγων και δημοσιογράφων σύμφωνα με της οποίες η πολιτική λιτότητας η οποία μας «επιβλήθηκε» από την Τρόικα ευθύνεται για την οξεία ύφεση της οικονομίας της τάξης του 3,5% το 2010, 6,9% το 2011 και περίπου 6,6% το 2012. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της πολιτικής της Τρόικα διατείνονται ότι οι αλλεπάλληλες παλινωδίες διαδοχικών κυβερνήσεων ως προς την εφαρμογή του προγράμματος της Τρόικα είναι υπεύθυνες για το μεγάλο βάθος της ύφεσης. Τελικά ποιός και κατά πόσον ευθύνεται;
Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα χρησιμοποιούμε ένα ποσοτικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας το οποίο αξιολογεί την πολιτική λιτότητας την οποία μετράμε από τις μεταβολές του ταμειακού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης. Η ευελιξία του οικονομετρικού μας μοντέλου έγκειται στο ότι είναι μη γραμμικό κάτι το οποίο μας επιτρέπει την αξιολόγηση τόσο μεγάλων όσο και μικρών μειώσεων στο ταμειακό έλλειμμα αφού όμως λάβουμε υπόψιν μια σειρά άλλων οικονομικών παραγόντων που επίσης επηρεάζουν τις μεταβολές του ΑΕΠ. Στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγουμε (α) τη διεθνή ζήτηση (την οποία προσεγγίζουμε με τον ρυθμό ανάπτυξης στο σύνολο του ΟΟΣΑ), (β) τη διαφορά (spread) στην απόδοση (yield) μεταξύ του δεκαετούς Ελληνικού ομολόγου και του αντίστοιχου Γερμανικού, και (γ) το δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (από τη βάση δεδομένων της World Bank). Ως δείκτης επενδυτικής αβεβαιότητας, το υψηλό spread της τελευταίας τριετίας επιδρά αρνητικά στη ρευστότητα και συνεπώς στην οικονομική ανάπτυξη. Ο δείκτης κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (ο οποίος μετρά το επίπεδο γραφειοκρατίας, το βαθμό ικανοποίησης σε σχέση με τη λειτουργία των μέσων μαζικής μεταφοράς και την ικανότητα των κρατικών λειτουργών να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις) αφενός καταγράφει υποδιπλάσια κυβερνητική αποτελεσματικότητα σε σχέση με τις (επίσης μαστιζόμενες από την ύφεση) Ισπανία και Πορτογαλία, αφετέρου δε, υποδηλώνει κυβερνητικής αποτελεσματικότητα εφάμιλλη της Αργεντινής όταν εκείνη χρεοκόπησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Το μοντέλο μας προσομειώνει την επίδραση ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος σεναρίου σύμφωνα με το οποίο, η πολιτική λιτότητας της τριετίας 2010-2012 ήταν 50% ηπιότερη (ανά έτος) σε σχέση με την εφαρμοσθείσα. Καταλήγουμε στα ακόλουθα ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
1. Η κατά 50% ηπιότερη, ανά έτος, πολιτική λιτότητας την τριετία 2010-2012 θα οδηγούσε σε σαφώς μικρότερη ύφεση 2,1% (αντί της καταγραφείσας 3,5%) το 2010, 5,5% (αντί της καταγραφείσας 6,9%) το 2011, και 5,2% (αντί της καταγραφείσας 6,6%) το 2012.
2. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, ακόμα και σήμερα, το κύριο μερίδιο ευθύνης της οξείας οικονομικής ύφεσης βαραίνει την κυβερνητική αναποτελεσματικότητα αλλά και το spread μεταξύ των Ελληνικών και Γερμανικών ομολόγων. Κατά συνέπεια, προέχει η μείωση της κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας (με έμφαση στον τομέα της πάταξης της φοροδιαφυγής) η οποία, σε συνδυασμό με την επικράτηση πολιτικής σταθερότητας θα οδηγήσει σε αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, ταχεία αποκλιμάκωση του spread και επιστροφή στην ανάπτυξη το συντομότερο δυνατό.
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool
.tovima.gr
5/2/13
No comments:
Post a Comment
Only News